- διαπήγνῡμι
- δια-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διαπήγνυμι — (Α) βλ. διαπηγνύω … Dictionary of Greek
διαπεπηγμένον — διαπήγνυμι fix perf part mp masc acc sg διαπήγνυμι fix perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέπηγε — διαπήγνυμι fix perf imperat act 2nd sg διαπήγνυμι fix perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέπηγεν — διαπήγνυμι fix perf ind act 3rd sg διαπήγνυμι fix plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήξαντα — διαπήγνυμι fix aor part act neut nom/voc/acc pl διαπήγνυμι fix aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπηγμένος — διαπήγνυμι fix perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπηγός — διαπήγνυμι fix perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπῆχθαι — διαπήγνυμι fix perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπεπήχθω — διαπήγνυμι fix perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπηγνύντες — διαπήγνυμι fix pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπηγνύντος — διαπήγνυμι fix pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)